μικροτέχνης

μικροτέχνης
ο (Α μικροτέχνης)
κατασκευαστής μικροτεχνημάτων, μικρών τεχνουργημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κομψο-τέχνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροτεχνία — η (ΑΜ μικροτεχνία) [μικροτέχνης] νεοελλ. η τέχνη τής κατασκευής μικροτεχνημάτων, η μικροτεχνική μσν. αρχ. 1. η κομψότητα στην τέχνη 2. το να κατασκευάζει κανείς μικρά και ευτελή, ασήμαντα αντικείμενα 3. ασήμαντη εργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”